- ἀποδάσμιος
- ἀποδάσ-μιος, ον,A parted off, Φωκέες ἀ. parted from the rest, Hdt. 1.146; ἀ. αἶσα a share apportioned, Opp.H.5.444.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποδάσμιος — ἀποδάσμιος, ον (Α) [αποδατούμαι] αποχωρισμένος, χωριστός … Dictionary of Greek
ἀποδάσμιον — ἀποδάσμιος parted off masc/fem acc sg ἀποδάσμιος parted off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδάσμια — ἀποδάσμιος parted off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδάσμιοι — ἀποδάσμιος parted off masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)